- ἐξοπλίζεται
- ἐξοπλίζωarm completelypres ind mp 3rd sgἐξοπλίζωarm completelypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφίστολος — η, ο (για πλοία) αυτό που εξοπλίζεται σε καιρό πολέμου και χρησιμοποιείται ως βοηθητικό πολεμικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στόλος] … Dictionary of Greek
ανθοπλισμός — ἀνθοπλισμός, ο και ἀνθόπλισις, η το να εξοπλίζεται κανείς εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
αντεξοπλίζω — ἀντεξοπλίζω (Μ) εξοπλίζω κάποιον εναντίον άλλου που επίσης εξοπλίζεται … Dictionary of Greek
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
ιδιόστολος — ἰδιόστολος, ον (Α) 1. αυτός που εξοπλίζεται με ιδιωτικές δαπάνες 2. ο μισθωμένος για ιδιαίτερη χρήση 3. φρ. «ἰδιόστολος πλέω» πλέω με δικό μου πλοίο (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + στολος (< στόλος «εξοπλισμός»), πρβλ. από στολος, αυτό… … Dictionary of Greek
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek